Ιστορία

65 χρόνια και συνεχίζουμε…

Φθινόπωρο 1955

Πειραιάς, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο Φώτης Βασιλόπουλος, ένας 25χρονος νέος, τολμά το μεγάλο βήμα, να ξεκινήσει, δηλαδή, τη δική του επιχείρηση. Δουλεύοντας, από 8 χρονών παιδί, στο Ναύπλιο, στο μπακάλικο του Ξυνού και αργότερα, στην Αθήνα, σε διάφορες δουλειές, έχει μάθει να παλεύει και να αντεπεξέρχεται στις πιο δύσκολες συνθήκες. Όταν απολύεται από το στρατό, πιάνει δουλειά σε μια Αποθήκη Μπαχαρικών και Κιγκαλερίας στον Πειραιά. Το μαγαζί ανήκει στο Θανάση και τον Αλέξη Λαμπρόπουλο, 2 συμπατριώτες του από το ορεινό και άγονο αρκαδικό χωριό, το Ροεινό. Εκεί, μαζί τους, ο Φώτης εργάζεται πολύ και επιμένει να μαθαίνει αλλά και να ονειρεύεται, από πολύ νωρίς, «κάτι δικό του». Και σύντομα τα καταφέρνει.

Οδός Φωκίωνος, στο νούμερο 5, ανοίγει, το Φθινόπωρο του 1955, τη δική του Αποθήκη Ειδών Κιγκαλερίας-Μπαχαρικών. Αντικείμενό του, οι εισαγωγές μπαχαρικών (σε καρτέλες, εκείνη την εποχή), το εμπόριο φτυαριών, σκεπαρνιών, πόμολων, σιδηρικών, σε όλη την Ελλάδα. Καθώς η επιχείρηση πάει καλά, ένα δικό του μαγαζί Λιανικής γίνεται γρήγορα ο επόμενος στόχος.

Καλοκαίρι 1963

Μόλις 8 χρόνια μετά, η εμπορική δραστηριότητα του Φώτη Βασιλόπουλου μεγαλώνει και επεκτείνεται τελικά και στη Λιανική Πώληση. Και η επιχείρηση μετακομίζει σε νέα διεύθυνση, πάντα βέβαια στον Πειραιά. Στη Δημ. Γούναρη 14Α, θα στεγαστεί η νέα ΑΠΟΘΗΚΗ ΜΠΑΧΑΡΙΚΩΝ, Χονδρικής και Λιανικής πώλησης. Εδώ, τα μπαχαρικά και τα βότανα που πωλούνται, τα μαζεύει ο ίδιος ο «κυρ-Φώτης» (έτσι πια γνωστός στην αγορά), ενώ διατίθενται ακόμα είδη καθαριότητας για το σπίτι, καθώς και τροφές πουλιών. Στο μαγαζί αυτό, θα στεγαστούν και ένα σωρό σχέδια συνεχούς ανάπτυξης, που θα υλοποιηθούν, το ένα μετά το άλλο, με μοναδικό εφόδιο πάντα τη σκληρή δουλειά.

Πάσχα 1964

Η Γούναρη είναι ένας δρόμος πολύ κεντρικός που κατηφορίζει προς το μεγάλο λιμάνι. Θεωρείται, δεκαετίες, ένα από τα κεντρικότερα σημεία της Αγοράς Τροφίμων του Πειραιά – κυρίως μετά την κατεδάφιση της Δημοτικής Αγοράς το Φεβρουάριο του 1968.

Εδώ γύρω, λοιπόν, στις οδούς Λυκούργου, Δημοσθένους, Τσαμαδού και Γούναρη, η ζωή ξεκινά με το πρώτο φως της μέρας, για κάποιους και νύχτα ακόμα. Η περιοχή είναι γεμάτη παντοπωλεία, οπωροπωλεία, αρτοποιεία, κρεοπωλεία και καταστήματα αλλαντικών & παστουρμάδων, ιχθυοπωλεία και, γενικά, καταστήματα διαφόρων τροφίμων (τα περίφημα εδωδιμοπωλεία με τα Εδώδιμα και Αποικιακά τους) αλλά και καταστήματα ποικίλου εμπορίου και υπηρεσιών, καθώς ακόμα και πλανόδιους με τις πραμάτειες τους και μικροπωλητές. Και, βέβαια, υπάρχουν τα καφενεία, τα ουζερί και οι μικρές ταβέρνες (που μετατρέπονται σε ρεμπετάδικα τα μεσημέρια, από τους διάσημους ρεμπέτες της εποχής που συχνάζουν εδώ). Όλα αυτά αποτελούν ένα γραφικό χάρτη που αποτυπώνει, όμως, ξεκάθαρα την εμπορική και οικονομική ζωή της πόλης.

Μέσα σε αυτή την ατέλειωτη κίνηση, τη βουή του πλήθους, τα παζάρια των νοικοκυρών και τις αντιπροσφορές των εμπόρων, τη χαρωπή ψιλοκουβεντούλα κάθε σχηματιζόμενης ομήγυρης περαστικών, τις πολιτικές συζητήσεις μεταξύ των αστών και τις επιδοκιμασίες ή τους διαπληκτισμούς των καταστηματαρχών & των παραγιών τους, η ψιλή φωνή ενός μικρού αγοριού ξαφνιάζει, με τη φρεσκάδα και τη ζωηράδα της, τους θαμώνες της πολυσύχναστης αγοράς: «Πάρτε καλές μουστάρδες για το αρνί της Λαμπρής». Είναι Πάσχα του 1964 και η πρώτη φορά που το μοναχοπαίδι του κυρ-Φώτη, ο 8χρονος Γιάννης, μεγαλωμένος μέσα στα μπαχαρικά και τα βότανα και γοητευμένος από τα αρώματά τους, καμώνεται το μεγάλο έμπορο και, φορώντας την ποδιά του πατέρα του, επιδιώκει να γίνει ένα με τον κόσμο της Πειραιώτικης αγοράς. Είναι ολοφάνερο πως, παρότι είναι τόσο μικρός, νιώθει μέσα του τον ασίγαστο παλμό της.

Φθινόπωρο 1980

Το μέλλον για τον 24χρονο Γιάννη μοιάζει σωστά σχεδιασμένο από τους γονείς του. Μια θέση σε τράπεζα δείχνει κατάλληλη να του εξασφαλίσει πρόοδο αλλά κυρίως σιγουριά. Ο Γιάννης, όμως, δηλώνει στον πατέρα του ότι δεν τον ενδιαφέρει να γίνει τραπεζοϋπάλληλος. Έχει αποφασίσει να γίνει έμπορος, όπως ο πατέρας του. Έχει αποφασίσει να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο των γεύσεων και των αρωμάτων που έχει κιόλας αγαπήσει. Αυτή η δουλειά τον προκαλεί και τον μαγεύει! Και, μάλιστα, έχει ήδη αποφασίσει και τη νέα επωνυμία της επιχείρησης. Δίνει στο μαγαζί το εντυπωσιακό όνομα ενός, γνωστού από την αρχαιότητα, φυτού, του μανδραγόρα.

«Ο Μανδραγόρας» πρωταγωνιστεί σαν όνομα πάνω σε χειροποίητες ταμπέλες, ενώ πλαισιώνεται από ζωγραφισμένα τσουβάλια με βότανα και μπαχαρικά, με μύλους και γουδιά, με μπουκαλάκια αιθέριων ελαίων – μερικές φορές, ακόμα και με εικόνες καραβιών (εμπνευσμένες από το πειραιώτικο λιμάνι). Τις ταμπέλες αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν ζωγράφοι και σχεδόν σε όλες φαίνεται έντονα η επιρροή στο ύφος από αντίστοιχες επιγραφές καταστημάτων της περιοχής, λίγες δεκαετίες μόλις πριν. Επιγραφές που αναμφισβήτητα έχουν αφήσει εποχή –όπως αυτές του Πειραιώτη επιγραφοποιού-εικονογράφου Ταντινάκη, που θεωρήθηκαν αληθινά έργα τέχνης.

Ο Μανδραγόρας γίνεται συνώνυμο των μπαχαρικών και των βοτάνων, η εξειδίκευση γίνεται απόλυτη και η αναγνώρισή της από τον κόσμο γίνεται η σπουδαιότερη επιβράβευση για το Φώτη και το Γιάννη Βασιλόπουλο. Σιγά σιγά και η χονδρική πώληση επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα. Πολλά από τα καλύτερα εστιατόρια και ξενοδοχεία της Αθήνας αλλά και της επαρχίας, προμηθεύονται πρώτες ύλες της κουζίνας τους από το μικρό αλλά ονομαστό κατάστημα της Γούναρη.

Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια ανοδική πορεία δεν επιτρέπει εφησυχασμούς. Οι απαιτήσεις γίνονται κάθε μέρα μεγαλύτερες. Η ανάγκη για νέα προϊόντα, συνεχής. Και η διάθεση για νέες προτάσεις, όλο και πιο έντονη. Το επόμενο μεγάλο βήμα, το εμπόριο εκλεκτών τροφίμων, έχει ωριμάσει πια σαν σκέψη στο μυαλό του Γιάννη…

Καλοκαίρι 1998

Για ένα μεγάλο βήμα, ό,τι χρειάζεσαι είναι μεγάλη αγάπη. Και μεγάλη αφοσίωση. Στην περίπτωση του Μανδραγόρα, όλα ξεκινούν με την αγάπη για το καλό φαγητό. Και με την τύχη να έχεις μεγαλώσει με ανθρώπους που εκτιμούν το καλό φαγητό και σου μαθαίνουν τις αξίες του.

Το φαγητό είναι μοιρασιά, φροντίδα και ευγένεια. Είναι δείγμα αγάπης. Το φαγητό είναι υλικά, μεράκι και ιστορία. Είναι δείγμα πολιτισμού. Μεγαλώνοντας με μια υπέροχη μητέρα και μαγείρισσα, την κυρά Χρυσούλα που είναι από την Κωνσταντινούπολη, ο Γιάννης δε γίνεται μόνο ένας αληθινός καλοφαγάς αλλά νιώθει όλο και πιο έντονα την ανάγκη να συμβάλει, με το δικό του τρόπο, στη διάδοση του καλού φαγητού. Άλλωστε, αυτός δεν είναι τελικά ο αληθινός καλοφαγάς; Αυτός που μοιράζεται το τραπέζι του; Αυτός που συνοδεύει το πιάτο του με καλή παρέα;

Έτσι, το καλοκαίρι του 1998, το Εδωδιμοπωλείο «ο Μανδραγόρας» γίνεται πραγματικότητα. Ο Γιάννης επεκτείνει τη δραστηριότητα και στο εμπόριο εκλεκτών τροφίμων. Και όταν λέμε εκλεκτά, εννοούμε ό,τι καλύτερο βρίσκει στις αναζητήσεις του στην Ελλάδα. Έτσι, το, κατά τα άλλα, παραδοσιακό εδωδιμοπωλείο με όλα τα καλά, γίνεται ένα ενημερωμένο μπακάλικο για κάθε ελληνικό έδεσμα που αξίζει να φτάσει, από όποιο μέρος της χώρας, σαν ιδιαίτερη πρόταση, στο τραπέζι μας.

Τώρα πια, οι διασημότεροι σεφ εστιατορίων και ξενοδοχείων αλλά και όλα τα νοικοκυριά που απαιτούν στα μαγειρέματα και τα γεύματά τους τις πιο αγνές, σπάνιες και «μερακλήδικες» νοστιμιές, εμπιστεύονται τον Μανδραγόρα για τις επιλογές του!

Από ‘κει και πέρα, η ιστορία ξετυλίγεται σταθερά. Σημαντικότεροι σταθμοί της, το Σεπτέμβριο του 2002, η αγορά ακινήτου σε κεντρικό σημείο του λιμανιού του Πειραιά, για να καλυφθούν οι ανάγκες της επιχείρησης για περισσότερο αποθηκευτικό χώρο. Τον Οκτώβριο του 2002, οι δραστηριότητες της επιχείρησης μεγαλώνουν, καθώς ο ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ αναλαμβάνει την αντιπροσωπεία-διανομή για την Αττική, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου, των αγνών γαλακτοκομικών προϊόντων της ΦΑΡΜΑ ΚΟΥΚΑΚΗ ΑΕ (με έδρα το Κιλκίς).

Καλοκαίρι 2004

Τα παιδιά του Γιάννη, ο Φώτης και ο Γιώργος, μπαίνουν στο μαγαζί. Η τρίτη γενιά φέρνει νέο αέρα στον ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις εμπειρίες του παππού Φώτη και του πατέρα τους. Σχεδόν μια πενταετία μετά, αναλαμβάνουν ο ένας τα Μπαχαρικά & Βότανα και ο άλλος το Εξειδικευμένο Παντοπωλείο, ενώ, παράλληλα, κοντά στον Γιάννη, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για κάθε νέο σχέδιο που υλοποιείται.

Φθινόπωρο 2020

Το 2020, η επιχείρηση συμπληρώνει 65 χρόνια συνεχούς λειτουργίας. Μία επιτυχημένη πορεία από το Φθινόπωρο του 1955 μέχρι σήμερα, πέρα από την υπερηφάνεια, δημιουργεί έντονα και ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι σε όλους αυτούς που τόσες δεκαετίες εμπιστεύονται τον ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑ. Νέα σχέδια που δίνουν απαντήσεις στις ολοένα μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, με γνώμονα πάντα τη φιλοσοφία που διέπει με συνέπεια κάθε κίνηση για το σήμερα και για το μέλλον. Πάντα ένα βήμα πιο πέρα, πάντα μια μεγαλύτερη προσπάθεια, πάντα ένα ακόμα ξεκίνημα για κάτι νέο, όλο και καλύτερο!
65 χρόνια ιστορίας και συνεχίζουμε…